τρισκατάρατο

τρισκατάρατο
lanetli, lanetlenmiş

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρισκατάρατος — η, ο 1. ο τρεις φορές καταραμένος, τρισκαταραμένος. 2. το αρσ. ως ουσ., τρισκατάρατος, ο, α. ο διάβολος, ο σατανάς: Άντε στον τρισκατάρατο. β. μτφ., άνθρωπος κακοποιός, που κάνει έργα του σατανά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”